- σκοτωτός
- η , ό убитый;
§ να πας σκοτωτός — несись со всех ног
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ να πας σκοτωτός — несись со всех ног
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοτωτός — ή, ό, Ν [σκοτώνω] 1. αυτός που σκοτώθηκε, που υπέκυψε σε βίαιο και όχι σε φυσικό θάνατο 2. αυτός που πηγαίνει κάπου με μεγάλη βιασύνη, με μεγάλη ταχύτητα 3. φρ. «να πας σκοτωτός» α) (σε κατάρα) να βρεις τον θάνατο από βόλι εχθρού β) να μεταβείς… … Dictionary of Greek
σκοτωτός — ή, ό αυτός που σκοτώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)